BETOFORCE


Μετάβαση στο περιεχόμενο

Η α-β της οικοδομής

Ενημέρωση

>> ΔΟΜΗΣΗ

Αγοραστική αξία ακινήτου:
Η πραγματική αξία ενός ακινήτου, η τιμή δηλαδή που μπορεί να πετύχει ο ιδιοκτήτης του κατά την πώληση ή που πληρώνει ο αγοραστής κατά την αγορά.

Αντικειμενική αξία ακινήτου: Δεν έχει σχέση με την κανονική αξία. Είναι ένα αμάχητο φορολογικό τεκμήριο της αξίας ενός ακινήτου και εκφράζεται σε αξία ανά τετραγωνικό μέτρο. Οι αντικειμενικές αξίες εκδίδονται από το Υπουργείο Οικονομικών και διαφοροποιούνται ανάλογα με την τοποθεσία του ακινήτου. Ακόμη και εντός του ίδιου Δήμου μπορεί να υπάρχουν διαφοροποιήσεις ανάλογα με τις ζώνες στις οποίες χωρίζεται ένας Δήμος. Το κέντρο του Δήμου συνήθως συγκεντρώνει και τις υψηλότερες αξίες λόγω της εμπορικότητάς του, αν και είναι πολλά τα παραδείγματα στους μεγάλους σε έκταση δήμους, όπου απομονωμένες συνοικίες διαμορφώνουν ξεχωριστό στυλ δόμησης και δημογραφικά-οικονομικοκοινωνικά χαρακτηριστικά, συγκεντρώνοντας ακόμη μεγαλύτερες αξίες. Συνήθως είναι μικρότερη απο την αγοραστική αξία. Περισσότερα εδώ.

Αντιστήριξη: Η διαδικασία και οι εργασίες στήριξης και σταθεροποίησης ενός καλουπιού για την κατασκευή ενός τοιχείου από οπλισμένο σκυρόδεμα. Δείτε εδώ σύγχρονα συστήματα αντιστήριξης.

Αλφαδιά: Οριζόντια γραμμή ή επίπεδο που είναι παράλληλο σε σχέση με κάποια άλλη γραμμή ή επίπεδο αναφοράς.

Αναμονή οπλισμού: Εξέχον τμήμα οπλισμού (μπετόβεργα) από την προηγούμενη σκυροδέτηση, στο οποίο θα συνδεθεί ο οπλισμός της επόμενης σκυροδέτησης (π.χ. στις κολώνες).

Ανεστραμμένη δοκός: Δοκός εξέχει πάνω και όχι κάτω από την πλάκα την οποία ενισχύει (δεν έχει κρέμαση).

Αντισεισμικός αρμός: Το κενό ανάμεσα σε δύο γειτονικά κτίρια που εφάπτονται μεταξύ τους. Απαραίτητος καθώς κάθε κτίριο έχει διαφορετικής συχνότητας ταλάντωση στον σεισμό. Συνήθως το κενό αυτό γεμίζει με φελιζόλ.

Αρμός διαστολής: Κενό μερικών εκατοστών που αφήνεται σε τμήματα μεγάλων κατασκευών από οπλισμένο σκυρόδεμα για να απορροφώνται οι συστολές και διαστολές. Συνήθως γεμίζεται με φελιζόλ.

Βιομηχανικό δάπεδο: Δάπεδο στο οποίο εφαρμόζονται ειδικά κονιάματα τα οποία στη συνέχεια είτε λειαίνονται, είτε παίρνουν διάφορα σχέδια με ειδικές στάμπες. Για την κατασκευή βιομηχανικών δαπέδων, δείτε εδώ.

Δοκίμιο: Είναι το δείγμα του σκυροδέματος. Έχει κυβικό σχήμα με διαστάσεις 15x15x15 εκατοστά, συλλέγεται από τη βαρέλα (μπετονιέρα) και προορίζεται για εργαστηριακό έλεγχο. Εκεί αξιολογούνται η αντοχή του σκυροδέματος στη θραύση και στη θλίψη.

Δοκός: Αλλιώς και δοκάρι. Στοιχείο του σκελετού μιας κατασκευής από οπλισμένο σκυρόδεμα. Έχει οριζόντια διάταξη και συνδέεται με τις κολώνες και τις πλάκες.

Δρόμος: Το κομμάτι της γης που γρίσκεται ανάμεσα σε ρυμοτομικές γραμμές και έχει προβλεφθεί για κοινόχρηστη χρήση. Στο πλάτος του δρόμου περιλαμβάνονται και τα πεζοδρόμια.

Δώμα: Αλλιώς, η ταράτσα του κτιρίου.

Εκτάριο: Μονάδα μέτρησης επιφάνειας της γης. Ένα εκτάριο ισούται με εμβαδό 10.000 τετραγωνικών μέτρων ή 10 στρεμμάτων.

Εξώστης: Αλλιώς, το μπαλκόνι.

Επίχρισμα: Η λεπτή στρώση υλικού που εφαρμόζουμε σε μια επιφάνεια, όπως ο σοβάς στην οικοδομή.

Ζώνη: Οριζόντια δοκός χωρίς κρέμαση. Το ύψος της δηλαδή είναι όσο και το πάχος της πλάκας την οποία ενισχύει.

Ημιυπαίθριος χώρος: Στεγασμένος χώρος εντός του κτιρίου με τρεις κλειστές πλευρές από τοίχους και μία πλευρά ανοιχτή.

Θεμελιακή γείωση:
Όταν το καλώδιο της γείωσης συνδέεται στον οπλισμό της θεμελίωσης πριν από τη σκυροδέτηση. Είναι πλέον υποχρεωτική.

Θεμελίωση: Η βάση μιας κατασκευής, η οποία δημιουργείται από οπλισμένο σκυρόδεμα κάτω από την επιφάνεια της γης. Αποτελείται από πέδιλα, συνδετήριους δοκούς, κολώνες και τοιχία.

Ισόγειο: Το τμήμα του κτιρίου που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με το έδαφος.

k: Δείκτης θερμικής αγωγιμότητας ενός υλικού. Όσο μικρότερος είναι ο δείκτης, τόσο καλύτερη θερμομονωτική ικανότητα έχει το υλικό. Αναφέρεται και ως συντελεστής λ.

kiloNewton (kN): Μονάδα μέτρησης δύναμης. 1 kN ισούται με 1.000 Newton.

Καλούπι: Δημιουργείται είτε από ξύλα (λατάκια, τάβλες κ.λ.π.) είτε από μεταλλότυπο και εξυπηρετεί στη συγκράτηση και το σχηματισμό του υγρού σκυροδέματος μέχρι αυτό να σταθεροποιηθεί. Για σύγχρονα καλούπια οπλισμένου σκυροδέματος, πατήστε εδώ.

Καρότο: Δοκίμιο σκυροδέματος κυλινδρικού σχήματος το οποίο συλλέγεται αφού το σκυρόδεμα χυτευτεί και σταθεροποιηθεί και στη συνέχεια αποστέλεται σε ειδικό εργαστήριο για υπολογισμό της αντοχής του σκυροδέματος στη θραύση και τη θλίψη.

Κολώνα: Κατακόρυφο δομικό στοιχείο του σκελετού μιας κατασκευής οπλισμένου σκυροδέματος. Συνδέεται με τα δοκάρια και τις πλάκες.

Κόντρα: Στοιχείο αντιστήριξης (π.χ. ξύλινο λατάκι ή μεταλλικός σωλήνας) που τοποθετείται υπό γωνία σε σχέση με ένα καλούπι για εμποδίσει τη μετακίνησή του κατά τη σκυροδέτηση, φάση στην οποία αναπτύσσονται μεγάλες δυνάμεις. Τα τελευταία χρόνια εξελίσσονται σύγχρονα συστήματα αντιστήριξης. Δείτε εδώ συστήματα αντιστήριξης.

Κορφιάς: Η ένωση των δύο κεκλιμένων πλευρών μιας σκεπής. Στις κεραμοσκεπές κορφιάς ονομάζεται και το είδος του κεραμυδιού που χρησιμοποιείται για να καλύψει αυτή την ευθεία.

Κούτελο: Χαμηλό τοιχίο (ύψους μικρότερου του ενός μέτρου) με μικρό συνήθως πάχος (έως 20 εκατοστά) που βρίσκεται περιμετρικά του δώματος ή του μπαλκονιού.

Κούφωμα: Το άνοιγμα στον τοίχο όπου πρόκειται να τοποθετηθεί παράθυρο ή πόρτα. Συχνά χρησιμοποιείται ως όρος για τα ίδια τα παράθυρα και τις πόρτες.

Κρέμαση δοκού: Το τμήμα της δοκού που εξέχει προς τα κάτω από την πλάκα την οποία ενισχύει.

Κοιτόστρωση: Είδος θεμελίωσης όπου δημιουργείται μια παχιά πλάκα (πάχους τουλάχιστον μισού μέτρου) από οπλισμένο σκυρόδεμα. Ιδανικός τρόπος θεμελίωσης σε μέρη όπου το υπέδαφος είναι μαλακό ή υπάρχουν πολλά υπόγεια νερά. Λέγεται και ραντιέ (radier).

Κτίριο: Κάθε μόνιμη και ανεξάρτητη οικοδομική κατασκευή, η οποία έχει εξωτερικούς τοίχους και στέγη, αποτελείται από ένα ή περισσότερα δωμάτια ή άλλους χώρους και έχει επιφάνεια 4 τετραγωνικών μέτρων και άνω, ανεξάρτητα από το σκοπό για τον οποίο σχεδιάστηκε. «Μόνιμο κτίριο» είναι το κτίριο το οποίο κατασκευάστηκε να είναι οικοδομικώς σταθερό για 10 τουλάχιστον χρόνια. Κατά κανόνα, τα κτίρια έχουν τέσσερις τοίχους. Θεωρείται, όμως, κτίριο και μία μόνιμη οικοδομική κατασκευή που, ενδεχομένως, είναι ανοιχτή από τη μία ή τις δύο πλευρές, αρκεί να έχει στέγη (π.χ. συνεργείο αυτοκινήτων). Τα συνεχόμενα κτίρια θεωρούνται χωριστά κτίρια, αν υπάρχει ενιαίος τοίχος, που τα χωρίζει από τα θεμέλια μέχρι τη στέγη τους. Για την κατασκευή του δικού σας κτιρίου, πατήστε εδώ.

λ: Δείκτης θερμικής αγωγιμότητας ενός υλικού. Όσο μικρότερος είναι ο δείκτης, τόσο καλύτερη θερμομονωτική ικανότητα έχει το υλικό. Αναφέρεται και ως συντελεστής k.

Μαρκίζα: Μικρός πρόβολος, στέγαστρο.

Megapascal (MPa): Μονάδα μέτρησης πίεσης, δύναμης δηλαδή ανά μονάδα επιφάνειας.

Μερεμέτι: Εργασία μικρής έκτασης ή μεγέθους. Μπορεί να είναι είτε ως αποπεράτωση κάποιας μεγάλης εργασίας, είτε ως διότθωση/ επισκευή κάποιας αστοχίας/ κακοτεχνίας.

Μεταλλότυπος: Είδος καλουπιού, το οποίο αποτελείται είτε μόνο από μέταλλο είτε από συνδυασμό μετάλλου και ξύλου. Συνήθως είναι μεταλλικά τελάρα διαφόρων διαστάσεων που συνδέονται μεταξύ τους. Δείτε εδώ πανέλα καλουπώματος.

Μονοκάλουπο ή μονόπλευρο: Το στοιχείο του σκελετού ενός κτιρίου (π.χ. τοιχίο) που, για τη σκυροδέτησή του, δημιουργείται καλούπι στη μία του μόνο πλευρά (π.χ. στις περιπτώσεις που η άλλη πλευρά ακουμπά σε όμορο κτίριο ή την εκσκαφή). Δείτε εδώ συστήματα αντιστήριξης μονόπλευρου καλουπιού.

Μονόπαντο: Το πέδιλο ενός τοιχίου ή μίας κολώνας που δεν κατασκευάζεται συμμετρικά εκκατέροθεν της βάσης του τοιχίου ή γύρω-γύρω από τα βάση της κολώνας, αλλά μόνο από τη μία πλευρά.

Μπάζα: Έτσι αποκαλείται είτε το χώμα που χρησιμοποιείται στις επιχωματώσεις, είτε τα σκουπίδια που δημιουργούνται και συσσωρεύονται σε μια οικοδομή κατά τη διάκρεια των εργασιών.

Μπουτελιάρω: Τοποθετώ μπουτέλια για αντιστήριξη ενός καλουπιού.

Μπουτέλι: Στοιχείο αντιστήριξης (π.χ. ξύλινο λατάκι ή μεταλλικός σωλήνας) που τοποθετείται υπό γωνία σε σχέση με ένα καλούπι για εμποδίσει τη μετακίνησή του κατά τη σκυροδέτηση, φάση στην οποία αναπτύσσονται μεγάλες δυνάμεις. Τα τελευταία χρόνια εξελίσσονται σύγχρονα συστήματα αντιστήριξης. Δείτε εδώ σύγχρονα συστήματα αντιστήριξης.

Newton (Ν): Μονάδα μέτρησης δύναμης.

Νεροσταλάκτης: Το κανάλι ή προεξοχή που βρίσκεται στην εξωτερική πλευρά, στο κάτω μέρος μίας μαρκίζας ή ενός προβόλου (μπαλκονιού). Ο νεροσταλάκτης αποτρέπει τα νερά της βροχής να φτάσουν στον τοίχο εσωτερικό, «γλείφοντας» όλο το κάτω μέρος του προβόλου. Έτσι αποκαλείται και το πλαστικό υλικό που καρφώνεται στο καλούπι πριν τον οπλισμό και τη σκυροδέτηση για τη δημιουργία του ποταμού. Γνωστός και ως ποταμός ή σκωτία.

Ντουλάπι: Μονόπλευρο τοιχίο από οπλισμένο σκυρόδεμα. Κατασκευάζεται αμέσως μετά την εκσκαφή στα σημεία του οικοπέδου όπου υπάρχει κίνδυνος κατάρρευσης της γειτονικής κατασκευής.

Ντρενάζ (Drainage): Σύστημα αποστράγγισης που δημιουργείται εξωτερικά των περιμετρικών τοιχίων σε υπόγεια όπου υπάρχει η υποψία προβλημάτων με νερά ή υγρασία.

Οικοδομική άδεια: Η άδεια οικοδομικών εργασιών. Διοικητική πράξη που επιτρέπει την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών σε οικόπεδο ή γήπεδο, σύμφωνα με τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις. Περισσότερα, εδώ.

Ξυλότυπος: Είδος καλουπιού, το οποίο δημιουργείται από ξύλα (λατάκια, τάβλες κ.λ.π.). Για κατασκευές ξυλοτύπου, πατήστε εδώ.

Οικοδομική γραμμή: Το όριο εντός του οικοπέδου μέχρι το οποίο μπορούμε να οικοδομήσουμε.

Οικοδομή: Ένα κτίριο ή σύνολο κτιρίων ή πρόχειρων κατασκευών, τα οποία είναι χτισμένα στο ίδιο αυτοτελές οικόπεδο, που έχει προσπέλαση από το δρόμο, ανεξάρτητα από τον αριθμό των συνιδιοκτητών του οικοπέδου. Μία οικοδομή μπορεί να περιλαμβάνει ένα, δύο ή και περισσότερα κτίρια. Εννοείται ότι για να θεωρηθεί το οικόπεδο αυτοτελές δεν πρέπει να χωρίζεται με δρόμους κοινής χρήσεως, δημόσιους, δημοτικούς κλπ. Για την κατασκευή της δικής σας οικοδομής, πατήστε εδώ.

Όμορο: Το γειτονικό κτίριο ή η κατασκευή με το οποίο έχουμε κοινά όρια.

Όροφος: Δάπεδο μιας οικοδομής. Πρώτος όροφος είναι εκείνος που βρίσκεται πάνω από το ισόγειο ή την pilotis, δεύτερος εκείνος που βρίσκεται πάνω από τον πρώτο κ.ο.κ.

Πασαλόμπηξη: Είδος θεμελίωσης που εφαρμόζεται για κατασκευές σε σαθρό έδαφος.

Πάτημα: Το σκαλί μιας σκάλας. Μία σκάλα μεταξύ δύο ορόφων έχει συνήθως 16 πατήματα (δεν υπολογίζεται το πλατύσκαλο). Για μεταλλικές σκάλες, δείτε εδώ.

Πέδιλο: Στοιχείο της θεμελίωσης. Βρίσκεται στη βάση κάθε κολώνας και έχει σχήμα κώνου ή ορθογωνίου παραλληλεπιπέδου. Τα πέδιλα συνδέονται μεταξύ τους με συνδετήριους δοκούς.

Πεδιλοδοκοί: Είδος θεμελίωσης στην οποία οι συνδετήριοι δοκοί έχουν ένα πέδιλο που διατρέχει όλο το μήκος τους.

Πεζοδρόμιο: Λωρίδα γης ανάμεσα στη ρυμοτομική γραμμή και το δρόμο. Το πλάτος του περιλαμβάνεται στο πλάτος του δρόμου. Ο ιδιοκτήτης του οικοπέδου πάνω στο οποίο εφάπτεται έχει την ευθύνη για τη διαμόρφωσή του.

Περασιά: Νοητή ευθεία με βάση κάποιο σημείο αναφοράς, π.χ. την οικοδομική γραμμή.

Πέργολα: Κατασκευή που παρέχει σκίαση με παράλληλο αερισμό σε ένα χώρο. Χρησιμοποιείται και για αναρριχώμενα φυτά. Για την κατασκευή πέργολας, πατήστε εδώ.

Πέτσωμα: Ο όρος αυτός αναφέρεται είτε σε κομμάτι τάβλας μικρού-μεσαίου μήκους, είτε στην καλουπωμένη επιφάνεια μιας πλάκας.

Πλάκα: Στοιχείο του σκελετού μιας κατασκευής οπλισμένου σκυροδέματος. Συνήθως αποτελεί το πάτωμα (π.χ. ενός ορόφου). Στην ουσία αποτελεί την οριζόντια επιφάνεια από μπετό που «πατάει» πάνω στις κολώνες και τους δοκούς.

Πλάκα σάντουιτς: Είδος πλάκας από οπλισμένο σκυρόδεμα με πάχος τουλάχιστον 25 εκατοστά, χωρίς δοκούς. Αποτελείται από δύο στρώσεις οπλισμένου σκυροδέματος, ανάμεσα στις οποίες τοποθετούνται κομμάτια φελιζόλ (π.χ. 50x50 cm και πάχους 10 cm).

Ποταμός: Το κανάλι ή προεξοχή που βρίσκεται στην εξωτερική πλευρά, στο κάτω μέρος μίας μαρκίζας ή ενός προβόλου (μπαλκονιού). Ο ποταμός αποτρέπει τα νερά της βροχής να φτάσουν στον τοίχο εσωτερικό, «γλείφοντας» όλο το κάτω μέρος του προβόλου. Έτσι αποκαλείται και το πλαστικό υλικό που καρφώνεται στο καλούπι πριν τον οπλισμό και τη σκυροδέτηση για τη δημιουργία του ποταμού. Γνωστός και ως νεροσταλάκτης ή σκωτία.

Πρασιά: Λωρίδα γης που βρίσκεται εντός του οικοπέδου, ανάμεσα στην οικοδομική και ρυμοτομική γραμμή και στην οποία δεν επιτρέπεται η οικοδόμηση.

Πρέκι: Το σενάζ που τοποθετείται πάνω από ένα κούφωμα. Σενάζ είναι η δοκός ενίσχυσης από οπλισμένο σκυρόδεμα, μικρού πάχους, χυτευμένη πάνω σε μια σειρά τούβλων ενός τοίχου.

Πρόβολος: Οτιδήποτε προεξέχει από το κτίριο. Τέτοια είναι και τα μπαλκόνια.

Πυλωτή: βλέπε pilotis

pilotis: Ο ημιυπαίθριος χώρος στο ισόγειο ενός κτιρίου, ο οποίος έχει υποστυλώματα ύψους 2,40 μέτρων τουλάχιστον και καταλαμβάνει επιφάνεια ίση ή μεγαλύτερη του 50% της επιφάνειας που καταλαμβάνει το κτίριο. Εκεί συνήθως δημιουργούνται θέσεις στάθμευσης και κηπάρια.

Πυρηνοληψία: Η διαδικασία συλλογής καρότου. Το καρότο είναι δοκίμιο σκυροδέματος κυλινδρικού σχήματος το οποίο συλλέγεται αφού το σκυρόδεμα χυτευτεί και σταθεροποιηθεί και στη συνέχεια αποστέλεται σε ειδικό εργαστήριο για υπολογισμό της αντοχής του σκυροδέματος στη θραύση και τη θλίψη.

Ράμπα: Η επιφάνεια που συνδέει δύο επίπεδα ή χώρους, λειτουργώντας ως πέρασμα. Συνήθως έχει κλίση, όπως η ράμπα των υπόγειων γκαράζ. Όσο μεγαλύτερη η κλίση της (maximum 25% για αυτοκίνητα), τόσο μεγάλη πρέπει να είναι και η αντιολισθητικότητα της. Για κατασκευές ραμπών, πατήστε εδώ.

Ραντιέ (Radier): Είδος θεμελίωσης όπου δημιουργείται μια παχιά πλάκα (πάχους τουλάχιστον μισού μέτρου) από οπλισμένο σκυρόδεμα. Ιδανικός τρόπος θεμελίωσης σε μέρη όπου το υπέδαφος είναι μαλακό ή υπάρχουν πολλά υπόγεια νερά. Λέγεται και κοιτόστρωση.

Ρετιρέ: Είναι συνήθως ο τελευταίος όροφος ο οποίος, αντίθετα με τους υπόλοιπους, δεν εκτείνεται μέχρι την πρόσοψη του κτιρίου.

Ριζόκομα: Είναι τα κατακόρυφα τοιχώματα ή επιφάνειες του σκάμματος.

Ρίχτι: Το κάθετο τμήμα του σκαλιού μιας σκάλας. Για την κατασκευή μεταλλικής σκάλας, δείτε εδώ.

Ρυμοτομική γραμμή: Η γραμμή που οριοθετεί το οικόπεδο, διαχωρίζοντάς το από το πεζοδρόμιο και τον δρόμο.

Ρύση: Λέγεται η ύπαρξη κλίσης σε μια επιφάνεια, προκειμένου π.χ. να απορέουν τα νερά –είτε της βροχής είτε της βρύσης.

Σάντουιτς πλάκα: Είδος πλάκας από οπλισμένο σκυρόδεμα με πάχος τουλάχιστον 25 εκατοστά, χωρίς δοκούς. Αποτελείται από δύο στρώσεις οπλισμένου σκυροδέματος, ανάμεσα στις οποίες τοποθετούνται κομμάτια φελιζόλ (π.χ. 50x50 cm και πάχους 10 cm).

Σενάζ (εκ του chainage): Δοκός ενίσχυσης από οπλισμένο σκυρόδεμα, μικρού πάχους, χυτευμένη πάνω σε μια σειρά τούβλων ενός τοίχου. Λέγεται και πρέκι.

Σιδέρωμα: Η διαμόρφωση και τοποθέτηση του οπλισμού (οικοδομικού χάλυβα) μέσα στα καλούπια, πριν τη σκυροδέτηση.

Σκοτία: Το λούκι που σχηματίζεται στο σκυρόδεμα, είτε για αισθητικούς λόγους είτε για πρακτικούς (βλέπε νεροσταλάκτη).

Σοβατεπί: Η στενή λωρίδα πλάτους έως 10 εκατοστών που βρίσκεται στο κάτω μέρος ενός τοίχου. Αποτελείται από το ίδιο υλικό με αυτό του δαπέδου.

Σπάω χαρμάνι: Η διαδικασία δημιουργίας ενός χαρμανιού. Γίνεται είτε χειρονακτικά (με φτυάρι), είτε με μπετονιέρα.

Σταμπωτό: Τρόπος διαμόρφωσης μιας επιφάνειας με χρήση ειδικού καλουπιού ή φόρμας/στάμπας πάνω στο ειδικό υλικό επικάλυψης πριν αυτό στεγνώσει και σταθεροποιηθεί. Χρησιμοποιείται συνήθως για την κατασκευή δαπέδων, διαδρόμων, πεζοδρομίων κ.α. Για την κατασκευή δαπέδων, δείτε εδώ.

Στρέμμα: Μονάδα μέτρησης επιφάνειας της γης. Ένα στρέμμα έχει εμβαδό 1.000 τετραγωνικά μέτρα.

Συντελεστής δόμησης: Η τιμή η οποία όταν πολλαπλασιαστεί με τα τετραγωνικά μέτρα του οικοπέδου δίνει τη μέγιστη επιτρεπόμενη επιφάνεια των ορόφων της οικοδομής.

Συντελεστής κάλυψης: Η τιμή η οποία όταν πολλαπλασιαστεί με τα τετραγωνικά μέτρα του οικοπέδου δίνει τη μέγιστη επιφάνεια του οικοπέδου που επιτρέπεται να καλύψει το οικοδόμημα.

Ταμπάνι: Το δάπεδο ενός σκάμματος. Ταμπάνι λέγεται και μια ειδική, ενισχυμένη μακρόστενη ξύλινη κατασκευή, με διατομή σχήματος I. Χρησιμοποιείται στην κατασκευή του ξυλοτύπου, συνδέοντας το καλούπι με τα ικριώματα/ σκαλωσιές. Δείτε εδώ ειδικά στηρίγματα ταμπανιών.

Tσιμεντοκονία: Το υλικό με το οποίο γεμίζουν οι επιφάνειες έτσι ώστε να επιτευχθεί εντελώς οριζόντια επιφάνεια, π.χ. στο δάπεδο ενός ορόφου. Από πάνω, στη συνέχεια, τοποθετούνται πλακάκια, ξύλινο πάτωμα κλπ. Η τσιμεντοκονία απαρτίζεται από νερό, τσιμέντο και, άμμο.

Υπόγειο: Ο χώρος του κτιρίου που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια του εδάφους (κάτω από το ισόγειο ή την pilotis). Η οροφή του βρίσκεται είτε στην επιφάνεια του εδάφους είτε πάνω από αυτή και σε ύψος μέχρι 1,5 μέτρο.

Φατούρα: Ανάθεση της κατασκευής ενός σκελετού από οπλισμένο σκυρόδεμα σε υπεργολάβο, ο οποίος πληρώνεται μόνο για την εργασία του. Τα υλικά παραγγέλνονται και πληρώνονται απ’αυθείας από τον εργοδότη. Η αντίθετη περίπτωση είναι όταν ο υπεργολάβος αναλαμβάνει την προμήθεια και την πληρωμή των υλικών. Για κατασκευές οπλισμένου σκυροδέματος, πατήστε εδώ.

Φορούσι: Το δοκάρι που έχει ένα ελεύθερο άκρο, η μία του άκρη δηλαδή δεν στηρίζεται σε κολώνα.

Ψαροκόκκαλο: Τύπος αντιολισθητικής επιφάνειας. Κατασκευάζεται από τσιμέντο και χαλαζία και συνήθως χρησιμοποιείται σε πεζοδρόμια ή ράμπες γκαράζ, όπου απαιτείται πολύ καλή πρόσφυση για τα αυτοκίνητα. Για κατασκευές δαπέδων, δείτε εδώ.

>> ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ - ΥΛΙΚΑ - ΕΡΓΑΛΕΙΑ

Αlfablok (υλικό, αλλιώς και YTONG): Δομικό υλικό εσωτερικής και εξωτερικής τοιχοποιϊας, εναλλακτικό του τούβλου, κατασκευασμένο από πορομπετόν.

Αλφάδι (εργαλείο): Χρησιμοποιείται στην εύρεση της οριζοντίου, της κατακορύφου και της γωνίας 45 μοιρών σε σχέση με την οριζόντιο και την κατακόρυφο. Η ένδειξη είναι μια φυσαλίδα που βρίσκεται μέσα σε ένα μικρό σωλήνα γεμάτο με λάδι. Υπάρχουν και ηλεκτρονικά αλφάδια με ψηφιακή ένδιξη.

Αντισεισμικός θώρακας (υλικό): Τύπος οπλισμού, εναλλακτικός του κοινού σίδερου (τσέρκι) σε κολώνες και δοκάρια. Αποτελείται από ένα μονοκόματο σίδερο διπλωμένο σαν σπιράλ που τυλίγεται γύρω από τις σιδερένιες βέργες του οπλισμού μιας κολώνας ή ενός δοκαριού.

Αντλία μπετόν (εξοπλισμός): Αλλιώς και πρέσα. Είναι το μηχάνημα μέσω του οποίου το σκυρόδεμα μεταφέρεται από τη βαρέλα (μπετονιέρα) στο σημείο όπου πρέπει να χυτευτεί. Το μπετόν χύνεται από τη βαρέλα στην υποδοχή της πρέσας (θυμίζει μεγάλο χωνί). Από εκεί η αντλία στέλνει το μπετόν μέσω ενός συστήματος σωλήνων (πούμα) στο σημείο χύτευσης. Συνήθως είναι αυτοκινούμενη (φορτηγό).

Αποστάτης (υλικό): Χρησιμοποιείται για να συγκρατείται ο οπλισμός σε μια συγκεκριμένη απόσταση από το καλούπι. Κατασκευάζεται από.

Αποστραγγιστική μεμβράνη (υλικό): Μια πλαστική μεμβράνη που χρησιμεύει στην αποστράγγιση των νερών από τα μπαζωμένα τοιχία του υπογείου. Γνωστή και ως αυγουλιέρα.

Ασφαλτόπανο (υλικό): Ειδικό υλικό που χρησιμοποιείται για μόνωση σε σκεπές και ταράτσες.

Ατσαλόπροκα (υλικό): Η πρόκα από ατσάλι. Χρησιμοποιείται για κάρφωμα σε μπετόν.

Αυγουλιέρα (υλικό): Μια πλαστική μεμβράνη που χρησιμεύει στην αποστράγγιση των νερών από τα μπαζωμένα τοιχία του υπογείου. Γνωστή και ως αποστραγγιστική μεμβράνη.

Αφρομπετόν (υλικό): Μίγμα από τσιμέντο, άμμο, νερό και περλίτη. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γεμίσματα δαπέδων (τσιμεντοκονία).

Βαρέλα (εξοπλισμός): Κοινώς η μπετονιέρα. Ειδικό όχημα μεταφοράς του ετοίμου σκυροδέματος (μπετόν) από το εργοστάσιο παραγωγής στο εργοτάξιο.

Βίδα (εξοπλισμός): Ειδικό μεταλλικό εργαλείο που χρησιμοποιείται στο καλούπωμα και στις σκαλωσιές. Τοποθετείται εντός των μεταλλικών σωλήνων κοντραρίσματος ή τα πλαίσια στήριξης σκαλωσιάς τύπου ’’Η’’. Είναι ένας σωλήνας βάση στη μια άκρη του και σπείρωμα κατά μήκος, όπου βιδώνει/ξεβιδώνει ένα ειδικό δαχτυλίδι. Με αυτό τον τρόπο ρυθμίζεται η απόσταση που η βίδα εξέχει από τον μεταλλικό σωλήνα ή το πλαίσιο στήριξης ’’Η’’.

Βίδα Ψ (εξοπλισμός): Μια βίδα (βλέπε πάνω) που στην μια άκρη της έχει βάση (πατούσα) και στην άλλη μια υποδοχή σχήματος ανάποδου Π, που βοηθά στη συγκράτηση/κοντράρισμα λατακιών, ταμπανιών κλπ.

Βeton (υλικό): Γνωστό και ως μπετόν, μπετό ή σκυρόδεμα. Μίγμα από νερό, άμμο, χαλίκια και τσιμέντο. Παρασκευάζεται και χυτεύεται υγρό, συνήθως σε καλούπι. Όταν στεγνώσει και σταθεροποιηθεί, σχηματίζει μια στέρη και ιδιαίτερα ανθεκτική κατασκευή. Χρησιμοποιείται κυρίως στην κατασκευή του σκελετού κτιρίων αλλά και σε άλλες μεγάλες κατασκευές (π.χ. γέφυρες, λιμάνια κλπ). Για κατασκευές από μπετόν, πατήστε εδώ.

Βig bag (εξοπλισμός): Μεγάλος σάκκος από πλαστικές ίνες. Χρησιμοποιείται συνήθως στη μεταφορά αδρανών υλικών.

Βobcat (εξοπλισμός): Μικρή μπουλντόζα ή φορτωτής, ιδανικό για χωματουργικές εργασίες σε στενάχωρα εργοτάξια, π.χ. στο μπάζωμα μιας θεμελίωσης.

Container ή Κοντέϊνερ (εξοπλισμός): Μεγάλος κάδος για την απόθεση και μεταφορά μπαζών και σκουπιδιών.

Γαρμπίλι (υλικό): Αδρανές υλικό που χρησιμοποιείται και στην κατασκευή σκυροδέματος. Σαν το χαλίκι αλλά με μικρότερη διάμετρο.

Γαρμπιλομπετόν: Το σκυρόδεμα στο οποίο αντί για χαλίκι υπάρχει γαρμπίλι. Κατάλληλο για σημεία όπου υπάρχει πολύ πυκνός οπλισμός.

Γερανός (εξοπλισμός): Ειδικό μηχάνημα το οποίο ανασηκώνει μεγάλα φορτία και τα μετακινεί/μεταφέρει. Στην οικοδομή χρησιμοποιούνται τρία είδη γερανών:
α) Ο οικοδομικός γερανός είναι πολύ μεγάλος, σταθερά πακτωμένος στη γη εντός του εργοταξίου και θυμίζει ένα τεράστιο Τ.
β) Ο τηλεσκοπικός γερανός είναι αυτοκινούμενος (φορτηγό). Είναι αισθητά μικρότερος από τον οικοδομικό αλλά μεγαλύτερος από τον παπαγάλο.
γ) Ο παπαγάλος είναι ένας μικρός γερανός τοποθετημένος σε φορτηγό, ανάμεσα στην καμπίνα και την καρότσα/πλατφόρμα. Χρησιμοποιείται κυρίως για την φόρτωση/εκφόρτωση φορτίων στο ίδιο το φορτηγό.

Γεωύφασμα (υλικό): Ένα ειδικό ύφασμα που χρησιμοποιείται σε σημεία όπου απαιτειται η συγκράτηση χώματος και πετρών αλλά πρέπει να επιτρέπεται η αποστράγγιση του νερού.

Δαχτυλίδι (υλικό): ΄Κύλινδρος κατασκευασμένος από μπετόν. Χρησιμοποιείται στην κατασκευή βόθρου.

Διογκωμένη πολυστερίνη (υλικό): Συνθετικό υλικό, ένα είδος φελιζόλ, που χρησιμοποιείται για την θερμομόνωση των τοίχων και του σκελετού των κτιρίων. Υπάρχει και η εξηλασμένη πολυστερίνη που είναι καλύτερη σε ποιότητα.

Δομικός χάλυβας (υλικό): Τμήματα από χάλυβα που χρησιμοποιούνται στην κατασκευή μεταλλικού σκελετού ενός κτιρίου. Μπορούν να έχουν διατομή κυκλική, τετράγωνη, Π ή Η.

Δονητής (εργαλείο): Χρησιμοποιείται στη συμπύκνωση του χυτευόμενου σκυροδέματος, έτσι ώστε να μην παραμείνει αέρας μέσα του. Υπάρχουν μηχανικοί (βενζινοκίνητοι) και ηλεκτρικοί (τροφοδοτούνται με ρεύμα). Στην κύρια μηχανή προσαρμόζεται ένα μακρύ μαρκούτσι το οποίο δονείται. Η άκρη του μαρκουτσιού είναι μεταλλική και δονεί το σκυρόδεμα συμπηκνώνοντάς το.

Δράπανο (εργαλείο): Ηλεκτρικό εργαλείο που χρησιμοποιείται στο τρύπημα, το βίδωμα, το τρίψιμο ή το κόψιμο επιφανειών. Για κάθε μία από τις παραπάνω εργασίες, προσαρμόζονται τα αντίστοιχα ειδικά εξαρτήματα στη μύτη του. Γνωστό και ως τρυπάνι ή… μπλακεντέκερ.

Εκσκαφέας (εξοπλισμός): Χωματουργικό μηχάνημα, σαν φορτωτής (μπολντόζα) αλλά με μικρό φτυάρι. Χρησιμοποιείται στην εκσκαφή. Λέγεται και τσάπα.

Ελαφρομπετόν (υλικό): Μίγμα από τσιμέντο, άμμο, νερό και περλίτη. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γεμίσματα δαπέδων (τσιμεντοκονία).

Ελικοπτεράκι (εργαλείο): Χρησιμοποιείται στην λείανση των βιομηχανικών δαπέδων. Για την κατασκευή βιομηχανικών δαπέδων, πατήστε εδώ.

Εξηλασμένη πολυστερίνη (υλικό): Συνθετικό υλικό, ένα είδος φελιζόλ, που χρησιμοποιείται για την θερμομόνωση των τοίχων και του σκελετού των κτιρίων. Υπάρχει και η διογκωμένη πολυστερίνη που είναι πιο οικονομική.

Επισκευαστικό κονίαμα (υλικό): Έτσι αποκαλούνται τα ειδικά υλικά που χρησιμοποιούνται για επισκευές αστοχιών στο σκελετό από οπλισμένο σκυρόδεμα ενός κτιρίου, π.χ. κενά (τρύπες) στο μπετό. Υπάρχει μεγάλη πικοιλία τέτοιων κονιαμάτων, με το καθένα από αυτά να προορίζεται για συγκεκριμένες περιπτώσεις.

Ζύγι (εργαλείο): Χρησιμοποιείται στην εξεύρεση της κατακορύφου. Συνήθως κατασκευασμένο από ένα σκοινί με ένα βαρίδιο στη μια του άκρη.

Ικρίωμα (εξοπλισμός): Προσωρινή κατασκευή που βοηθά στην ανέγερση μιας πιο μόνιμης κατασκευής. Στην οικοδομή αναφερόμαστε στη σκαλωσιά, η οποία χρησιμοποιείται είτε ως υποστήριγμα των καλουπιών για τη σκυροδέτηση πλάκας και δοκαριών, είτε ως πλατφόρμα εργασίας για τις ανάγκες της σκυροδέτησης, του σοβατίσματος ή του βαψίματος ενός κτιρίου.

Καρούτα (εξοπλισμός): Ο χώρος όπου εκφορτώνεται ο ασβέστης που προορίζεται για το σοβάτισμα της οικοδομής. Μπορεί να είναι ένας μεταλλικός κάδος, ή να δημιουργηθεί πρόχειρα από μαδέρια ή τσιμεντόλιθους.

Κλειδιά (εξοπλισμός): Μεταλλικές λάμες με στενόμακρες εγκοπές, οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους ανά τέσσερις και ασφαλίζονται με ειδικές μεταλλικές σφήνες που τοποθετούνται στις εγκοπές τους. Τα κλειδιά χρησιμοποιούνται στη σύσφιξη των καλουπιών στις κολώνες.

Κονίαμα (υλικό): Τσιμεντοειδές μίγμα, το οποίο συνήθως αποτελείται από τσιμέντο, νερό, άμμο και -συχνά- ασβέστη.

Κοντέϊνερ ή Container (εξοπλισμός): Μεγάλος κάδος για την απόθεση και μεταφορά μπαζών και σκουπιδιών.

Κορνίζα (υλικό): Ειδικό φελιζόλ που τοποθετείται εντός του καλουπιού πριν τον οπλισμό, για να δώσει ένα τελικό σχήμα/σχέδιο στο σκυρόδεμα, π.χ. στην κάτω ακμή ενός μπαλκονιού.

Κροκάλα (υλικό): Αδρανές υλικό. Χρησιμοποιείται και στην κατασκευή σκυροδέματος. Σαν το χαλίκι αλλά με μικρότερη διάμετρο.

Λαμαρίνα τραπεζοειδής ή χαλυβδόφυλλο (υλικό): Χρησιμοποιείται στην κατασκευή μεταλλικών κτιρίων. Τοποθετείται ως καλούπι για τη σκυροδέτηση της πλάκας και στη συνέχεια μένει εκεί ως μέρος της κατασκευής. Η διατομή της έχει κυματιστό σχήμα.

Λάσπη (υλικό): Κονίαμα που αποτελείται από νερό, τσιμέντο, άμμο και ασβέστη (π.χ. ο σοβάς).

Λατάκι (εξοπλισμός): Μακρύ ξύλο με τετραγωνική διατομή 8x8 ή 7,5x7,5 εκατοστά. Το μήκος του ως καινούργιο ποικίλει, με τα συνηθέστερα να είναι μεταξύ 2 και 4 μέτρων. Χρησιμοποιείται στη δημιουργία του ξυλοτύπου. Λόγω της φθοράς στην οποία υπόκειται, κόβεται συνεχώς μετά από κάποιες χρήσεις. Όταν το μήκος του γίνει μικρότερο από 1 μέτρο, λέγεται μπαγάς.

Μαδέρι (εξοπλισμός): Παχύ (5 εκατοστά), φαρδύ (20-25 εκατοστά) και μακρύ (συνήθως 4 μέτρα) ξύλο. Χρησιμοποιείται στην κατασκευή σκαλωσιάς/ ικριωμάτων.

Μανδύας (υλικό): Σίδερο (χάλυβας) που χρησιμοποιείται στον οπλισμό του σκυροδέματος στους δοκούς, τις κολώνες ή τις ζώνες.

Μαρκούτσι (εργαλείο): Κομμάτι του δονητή. Είναι μακρόστενο και κυλινδρικό, με μεταλλικλό τελείωμα στην μια του άκρη. Η άλλη του άκρη προσαρμόζεται στον δονητή, ενώ η μεταλλική δονεί το σκυρόδεμα κατά τη χύτευση, έτσι ώστε αυτό να συμπυκνωθεί –να μην μείνουν δηλαδή κενά-τρύπες.

Μεταλλικά καλούπια (εξοπλισμός): Είδος καλουπιού, το οποίο αποτελείται είτε από μέταλο. Συνήθως είναι μεταλλικά τελάρα διαφόρων διαστάσεων που συνδέονται μεταξύ τους. Δείτε εδώ πανέλα καλουπώματος.

Μπαγάς (εξοπλισμός): Το πρώην λατάκι το οποίο, λόγω της φθοράς που έχει υποστεί, έχει κοπεί τόσες φορές που το μήκος του είναι μικρότερο του ενός μέτρου.

Μπακλαβαδωτή λαμαρίνα ή χαλυβδόφυλο (υλικό): Χρησιμοποιείται στην κατασκευή μεταλλικών κτιρίων. Τοποθετείται ως καλούπι για τη σκυροδέτηση της πλάκας και στη συνέχεια μένει εκεί ως μέρος της κατασκευής. Η διατομή της έχει κυματιστό σχήμα.

Μπετόν ή μπετό (υλικό): Γνωστό και ως beton ή σκυρόδεμα. Μίγμα από νερό, άμμο, χαλίκια και τσιμέντο. Παρασκευάζεται και χυτεύεται υγρό, συνήθως σε καλούπι. Όταν στεγνώσει και σταθεροποιηθεί, σχηματίζει μια στέρη και ιδιαίτερα ανθεκτική κατασκευή. Χρησιμοποιείται κυρίως στην κατασκευή του σκελετού κτιρίων αλλά και σε άλλες μεγάλες κατασκευές (π.χ. γέφυρες, λιμάνια κλπ). Για κατασκευές από μπετόν, πατήστε εδώ.

Μπετόν αρμέ (υλικό): μπετό (σκυρόδεμα) οπλισμένο με σίδερο (χάλυβα).

Μπετονιέρα (εξοπλισμός): το μηχάνημα εκείνο που έχει κάδο για ανάμειξη των υλικών και προετοιμασία ενός χαρμανιού. Επίσης έτσι λέγεται και η βαρέλα, το ειδικό όχημα μεταφοράς του ετοίμου σκυροδέματος (μπετόν) από το εργοστάσιο παραγωγής στο εργοτάξιο.

Μπετόν καθαριότητας (υλικό): Το πρώτο σκυρόδεμα που καλύπτει το χώμα του σκάμματος πριν την έναρξη των εργασιών οικοδόμησης, έτσι ώστε αφενός να γίνει η χάραξη (αποτύπωση της κάτοψης), αφετέρου να εξασφαλιστεί η καλύτερη σταθερότητα και αντιστήριξη των καλουπιών. Τέλος, το μπετό καθαριότητας βοηθά στο να μην γεμίσει το σκάμμα με λάπες μετά από μια βορχή.

Νεροσταλάκτης (υλικό): Γνωστός και ως ποταμός ή σκωτία.Έτσι αποκαλείται το πλαστικό υλικό που καρφώνεται στο καλούπι πριν τον οπλισμό και τη σκυροδέτηση για τη δημιουργία του ποταμού, του καναλιού ή της προεξοχής δηλαδή που βρίσκεται στην εξωτερική πλευρά, στο κάτω μέρος μίας μαρκίζας ή ενός προβόλου (μπαλκονιού). Ο ποταμός αποτρέπει τα νερά της βροχής να φτάσουν στον τοίχο εσωτερικό, «γλείφοντας» όλο το κάτω μέρος του προβόλου.

Οικοδομικός γερανός (εξοπλισμός):
Είναι πολύ μεγάλος γερανός, σταθερά πακτωμένος στη γη εντός του εργοταξίου και θυμίζει ένα τεράστιο Τ.

Οικοδομικός χάλυβας (υλικό): Ο οπλισμός του σκυροδέματος. Όπως φανερώνει και η ονομασία του, αποτελείται από χάλυβα.

Οπτόπλινθος (υλικό): Το τούβλο, εκ του ψημένη πλίνθος. Δομικό στοιχείο που χρησιμοποιείται κυρίως στην τοιχοποιία. Διατίθενται σε δύο βασικές διαστάσεις: 19x11x8,5 (με 6 οπές κατά μήκος) και 19x6x8,5 (με 12 οπές κατά μήκος) εκατοστά.

Πανέλα καλουπώματος (εξοπλισμός): Είδος καλουπιού, το οποίο αποτελείται είτε μόνο από μέταλο είτε από συνδυασμό μετάλλου και ξύλου. Συνήθως είναι μεταλλικά τελάρα διαφόρων διαστάσεων που συνδέονται μεταξύ τους. Δείτε εδώ πανέλα καλουπώματος.

Παπαγάλος (εξοπλισμός): Είναι ένας μικρός γερανός τοποθετημένος σε φορτηγό, ανάμεσα στην καμπίνα και την καρότσα/πλατφόρμα. Χρησιμοποιείται κυρίως για την φόρτωση/εκφόρτωση φορτίων στο ίδιο το φορτηγό.

Πλαίσια στήριξης σκαλωσιάς τύπου ’’Η’’ (εξοπλισμός): Ειδικά μεταλλικά πλαίσια τα οποία χρησιμεύουν στην δημιουργία/συγκράτηση σκαλωσιάς/ ικριώματος ή καλουπιού. Συνδέονται ανά δύο σχηματίζοντας τους λεγόμενους πύργους.

Περλομπετόν (υλικό): Μίγμα από τσιμέντο, άμμο, νερό και περλίτη. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γεμίσματα δαπέδων (τσιμεντοκονία).

Πεταλούδες (εξοπλισμός): Ειδικό εργαλείο που χρησιμοποιείται στη σύσφιξη καλουπιών τοιχίων ή κολωνών. Απαραίτητα η χρήση φουρκετών (σιδερένιες βέργες διατομής 8 χιλιοστών).

Πλέγμα (υλικό): Λεπτές σιδερένιες βέργες (χάλυβας), παράλληλα και κάθετα συγκολλημένες μεταξύ τους έτσι ώστε να σχηματίζεται ένα πλέγμα με πολλά μικρά και όμοια τετράγωνα. Χρησιμοποιείται ως οπλισμός σε σκυρόδεμα.

Πολυστερίνη (υλικό): Συνθετικό υλικό, ένα είδος φελιζόλ, που χρησιμοποιείται για την θερμομόνωση των τοίχων και του σκελετού των κτιρίων. Υπάρχουν δύο είδη πολυστερίνης, η εξηλασμένη και η διογκωμένη. Η πρώτη είναι λίγο πιο καλή και πιο ακριβή.

Ποταμός (υλικό): Έτσι αποκαλείται το πλαστικό υλικό που καρφώνεται στο καλούπι πριν τον οπλισμό και τη σκυροδέτηση για τη δημιουργία του ποταμού, του καναλιού ή της προεξοχής δηλαδή που βρίσκεται στην εξωτερική πλευρά, στο κάτω μέρος μίας μαρκίζας ή ενός προβόλου (μπαλκονιού). Ο ποταμός αποτρέπει τα νερά της βροχής να φτάσουν στον τοίχο εσωτερικό, ’’γλείφοντας’’ όλο το κάτω μέρος του προβόλου. Γνωστός και ως νεροσταλάκτης ή σκωτία.

Ποτήρι (εξοπλισμός): Ένας μεταλλικός κύλινδρος ο οποίος χρησιμοποιείται στη δημιουργία ικριωμάτων και πιο συγκεκριμένα στη σύνδεση των πλαισίων τύπου ’’Η’’ ή μεταλλικών σωλήνων.

Πρέσα (εξοπλισμός): Είναι το μηχάνημα μέσω του οποίου το σκυρόδεμα μεταφέρεται από τη βαρέλα (μπετονιέρα) στο σημείο όπου πρέπει να χυτευτεί. Το μπετόν χύνεται από τη βαρέλα στην υποδοχή της πρέσας (θυμίζει μεγάλο χωνί). Από εκεί η αντλία στέλνει το μπετόν μέσω ενός συστήματος σωλήνων (πούμα) στο σημείο χύτευσης. Συνήθως είναι αυτοκινούμενη (φορτηγό).

Πρόκα (υλικό): Ο ήλος, το καρφί. Στην οικοδομή χρησιμοποιούνται κυρίως πρόκες τύπου 19/45, 16/21, 10/30 και 11/35.

Πύργος (εξοπλισμός): Δημιουργείται από τα ειδικά μεταλλικά πλαίσια, καθώς αυτά συνδέονται ανά δύο και χρησιμεύει στην δημιουργία/συγκράτηση σκαλωσιάς/ ικριώματος ή καλουπιού.

Ράμμα (εργαλείο): Ο σπάγγος, ο οποίος τεντώνεται για να προσδιορίσει μια ευθεία ή μια περασιά.

Ρευστοποιητής (υλικό): Υγρό που προστίθεται στα κονιάματα για να αυξήσει το ιξώδες τους (το πόσο ρευστά είναι δηλαδή). Στο υγρό σκυρόδεμα προστίθεται όταν αυτό βρίσκεται ακόμα μέσα στη βαρέλα (μπετονιέρα).

Σκύρο (υλικό): Αδρανές υλικό, απαραίτητο για την κατασκευή σκυροδέματος. Μπορεί να είναι είτε χαλίκι, είτε γαρμπίλι, είτε κροκάλα κλπ.

Σκυρόδεμα (υλικό): Γνωστό και ως beton, μπετόν ή μπετό. Μίγμα από νερό, άμμο, χαλίκια και τσιμέντο. Παρασκευάζεται και χυτεύεται υγρό, συνήθως σε καλούπι. Όταν στεγνώσει και σταθεροποιηθεί, σχηματίζει μια στέρη και ιδιαίτερα ανθεκτική κατασκευή. Χρησιμοποιείται κυρίως στην κατασκευή του σκελετού κτιρίων αλλά και σε άλλες μεγάλες κατασκευές (π.χ. γέφυρες, λιμάνια κλπ).

Σκοτία (υλικό): Το πλαστικό υλικό που καρφώνεται στο καλούπι πριν τον οπλισμό και τη σκυροδέτηση, είτε για τη δημιουργία σχεδίου στο σκυρόδεμα είτε για τη δημιουργία του ποταμού (το κανάλι ή η προεξοχή που βρίσκεται στην εξωτερική πλευρά, στο κάτω μέρος μίας μαρκίζας ή ενός προβόλου-μπαλκονιού). Ο ποταμός αποτρέπει τα νερά της βροχής να φτάσουν στον τοίχο εσωτερικό, «γλείφοντας» όλο το κάτω μέρος του προβόλου.

Σποτ (υλικό): Ένα πλαστικό στοιχείο που θυμίζει ποτήρι. Τοποθετείται στο καλούπι πριν τη σκυροδέτηση, έτσι ώστε να εξασφαλίσουν την απαραίτητη υποδοχή για τα φωτιστικά σποτ.

Στεγανωτικό μάζης (υλικό): Ειδικό πρόσθετο που προστίθεται σε κονιάματα (και στο σκυρόδεμα) για να αυξήσει την αντίσταση κατά στην υγρασία.

Συνδετήρες (υλικό): Σίδερο (χάλυβας) που χρησιμοποιείται στον οπλισμό του σκυροδέματος στους δοκούς, τις κολώνες ή τις ζώνες. Λέγεται και συνδετήρας.

Σφήνα (εξοπλισμός): Λαμαρίνα τριγωνικού σχήματος που χρησιμοποιείται για τη σύσφιξη των κλειδιών, τα οποία με τη σειρά τους εξασφαλίζουν τα καλούπια στις κολώνες.

Σφυρί (εξοπλισμός): Εκτός από το γνωστό εργαλείο, έτσι αποκαλείται και το χωματουργικό μηχάνημα που χρησιμοποιείται για σκάψιμο, κατεδαφίσεις, σπάσιμο μπετόν ή πέτρας.

Σωλήνας, μεταλλικός (εξοπλισμός): Στενόμακροι κούφιοι, σωλήνες κυλινδρικού σχήματος. Χρησιμοποιούνται είται στην κατασκευή ικριωμάτων/ σκαλωσιάς, είτε στην αντιστήριξη καλουπιών. Δείτε εδώ σύγχρονα συστήματα αντιστήριξης.

Τάβλα (εξοπλισμός): Ξύλο με διατομή ορθογωνίου παραλληλόγραμου. Συνήθως διατίθενται στην αγορά με μήκος από 2 έως 4,2 μέτρα και πλάτος 10-12 εκατοστά. Χρησιμοποιείται στη δημιουργία ξυλοτύπου, καλουπιών δηλαδή που θα συγκρατήσουν το υγρό σκυρόδεμα μέχρι αυτό να σταθεροποιηθεί. Η χρήση φθείρει γρήγορα την τάβλα, με συνέπεια να κόβεται στις άκρες της. Όταν κοντύνει πολύ (κάτω από ένα μέτρο), λέγεται χλάπα.

Τακάκι (υλικό): Μικρό κομμάτι ξύλου που χρησιμοποιείται ως αποστάτης ανάμεσα στις δύο απέναντι πλευρές ενός καλουπιού, φροντίζοντας ότι αυτές δεν θα συγκλίνουν μεταξύ τους όταν συσφιχτεί το καλούπι.

Ταμπάνι (εξοπλισμός): Ειδική, ενισχυμένη ξύλινη κατασκευή. Το ταμπάνι είναι μακρόστενο και έχει διατομή σχήματος I. Χρησιμοποιείται στην κατασκευή του ξυλοτύπου, συνδέοντας το καλούπι με τα ικριώματα/ σκαλωσιές. Ταμπάνι λέγεται και το δάπεδο ενός σκάμματος. Δείτε εδώ ειδικά στηρίγματα ταμπανιών.

Ταρατσόπλακες: Έτοιμες πλάκες από μπετόν με τετράγωνο σχήμα για κάλυψη του δαπέδου ενός δώματος.

Τηλεσκοπικός γερανός (εξοπλισμός): Είναι αυτοκινούμενος γερανός (φορτηγό). Είναι αισθητά μικρότερος από τον οικοδομικό αλλά μεγαλύτερος από τον παπαγάλο.

Τούβλο (υλικό): Δομικό στοιχείο που χρησιμοποιείται κυρίως στην τοιχοποιία. Διατίθενται σε δύο βασικές διαστάσεις: 19x11x8,5 (με 6 οπές κατά μήκος) και 19x6x8,5 (με 12 οπές κατά μήκος) εκατοστά. Λέγεται και οπτόπλινθος.

Τουβλίνα (υλικό): Τούβλο με μεγαλύτερες διαστάσεις και οπές ορθογωνικής διατομής, οι οποίες σε κάποιους τύπους είναι γεμάτες με πολυστερίνη για καλύτερη μόνωση.

Τραπεζοειδής λαμαρίνα ή χαλυβδόφυλο (υλικό): Χρησιμοποιείται στην κατασκευή μεταλλικών κτιρίων. Τοποθετείται ως καλούπι για τη σκυροδέτηση της πλάκας και στη συνέχεια μένει εκεί ως μέρος της κατασκευής. Η διατομή της έχει κυματιστό σχήμα.

Τρυπόξυλο: Το ξύλο που τοποθετείται στο εσωτερικό του κλουπιού με σκοπό να αποτελέσει σημείο στήριξης για το καλούπι που θα ακολουθήσει. Συνήθως, για τρυπόξυλα χρησιμοποιούνται λατάκια. Για να αφαιρεθεί μετά τη σκυροδέτηση (στο ξεκαλούπωμα), θα πρέπει να έχει τυλιχτεί με φελιζόλ, διαφορετικά παραμένει για πάντα σφηνωμένο μέσα στο μπετόν.

Τσάπα (εξοπλισμός): Χωματουργικό μηχάνημα, σαν φορτωτής (μπολντόζα) αλλά με μικρό φτυάρι. Χρησιμοποιείται στην εκσκαφή. Λέγεται και εκσκαφέας.

Τσέρκι (υλικό): Σίδερο (χάλυβας) που χρησιμοποιείται στον οπλισμό του σκυροδέματος στους δοκούς, τις κολώνες ή τις ζώνες. Λέγεται και συνδετήρας.

Τσιμέντο (υλικό): Λεπτόκοκκη σκόνη που αποτελεί το βασικό συστατικό του σκυροδέματος. Υπάρχει σε γκρι και σε άσπρο χρώμα, με το πρώτο να είναι το πιο διαδεδομένο.

Τσιμεντόλιθος (υλικό): Δομικό στοιχείο, προκατασκευασμένο από μπετόν, που χρησιμοποιείται συνήθως στην κατασκευή μαντρότοιχων.

Ytong (αλλιώς και Alphablok): Δομικό υλικό εσωτερικής και εξωτερικής τοιχοποιϊας, εναλλακτικό του τούβλου, κατασκευασμένο από πορομπετόν.

Φορτωτής (εξοπλισμός): Χωματουργικό μηχάνημα που χρησιμοποιείται για την φόρτωση χώματος ή μπαζών σε φορτηγό. Πολλές φορές αναφέρεται (λανθασμένα) και ως μπολντόζα.

Φουρκέτα (υλικό): Σιδερένια βέργα διατομής 8 χιλιοστών, το οποίο χρησιμοποιείται στη σύσφιξη καλουπιών σε συνσυασμό με τις πεταλούδες (βλέπε παρακάτω).

Πεταλούδες (εξοπλισμός): Ειδικό εργαλείο που χρησιμοποιείται στη σύσφιξη καλουπιών τοιχίων ή κολωνών. Απαραίτητα η χρήση φουρκετών (σιδερένιες βέργες διατομής 8 χιλιοστών).

Χαλίκι (υλικό): Αδρανές υλικό που χρησιμοποιείται και στην κατασκευή σκυροδέματος. Μεγαλύτερο από το γαρμπίλι, μικρότερο από την κροκάλα.

Χαλυβδόφυλλο ή τραπεζοειδής λαμαρίνα (υλικό): Χρησιμοποιείται στην κατασκευή μεταλλικών κτιρίων. Τοποθετείται ως καλούπι για τη σκυροδέτηση της πλάκας και στη συνέχεια μένει εκεί ως μέρος της κατασκευής. Η διατομή της έχει κυματιστό σχήμα.

Χαρμάνι: Το μίγμα κονιάματος ή σκυροδέματος.

Χλάπα (εξοπλισμός):
Έτσι λέγεται η τάβλα όταν κοντύνει πολύ (κάτω από ένα μέτρο). Η τάβλα φθείρεται γρήγορα με τη χρήση, με συνέπεια να κόβεται στις άκρες της.

Ψάχνετε την έννοια κάποιου όρου που δεν βρήκατε στο λεξικό μας;
Επικοινωνήστε μαζί μας για να σας δώσουμε την απάντηση









εργολάβος οικοδομών υπεργολάβος μπετά
beton κατασκευαστής ανακαίνιση οικοδομή μπετατζής μπετό. Κατασκευές από μπετό εργολαβία χτίσιμο, καινούριο σπίτι ανακατασκευή και αναπαλαίωση, ανακαίνηση ________________________________________________________________________

Αρχική | Προφίλ | Υπηρεσίες | Προϊόντα | Gallery | Ενημέρωση | Επικοινωνία | Πλάνο του δικτυακού τόπου


Υπομενού


Επιστροφή στο περιεχόμενο | Επιστροφή στο κύριο μενού